συοφορβός

συοφορβός
και συφορβός, -όν, Α
εκτροφέας χοίρων, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου-φορβός, ιππο-φορβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συοφορβός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συοφορβοῖς — συοφορβός masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συοφορβοί — συοφορβός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συοφορβούς — συοφορβός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

  • συογάστωρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «συοφορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + γάστωρ (< γαστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συοφορβούμαι — έομαι και τ. ενεργ. συφορβῶ, έω, Α [συοφορβός] 1. τρέφομαι όπως οι χοίροι 2. (το ενεργ.) βόσκω χοίρους, είμαι χοιροβοσκός …   Dictionary of Greek

  • συοφόρβιον — και συφόρβιον, τὸ, Α [συοφορβός] αγέλη χοίρων …   Dictionary of Greek

  • συφορβός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. συοφορβός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”